Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάλειψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάλειψη η [δiálipsi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : προσωρινή ή στιγμιαία διακοπή της κανονικής λειτουργίας ενός συστήματος ή οργάνου: Σφυγμός με διαλείψεις, ακανόνιστος. H μνήμη του παρουσιάζει διαλείψεις. Διαλείψεις στο ραδιόφωνο / στα ραδιοτηλεοπτικά σήματα, αυξομειώσεις στην έντα ση.

[λόγ. < αρχ. διάλειψις `διάκενο΄ (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. intermittance, intermission]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες