Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάλεγμα το [δjáleγma] Ο49 : η ενέργεια του διαλέγω, το ξεχώρισμα από ένα σύνολο του καλύτερου ή του προτιμότερου: Δε χρειάζονται ~ οι ντομάτες, είναι όλες καλές. Aπό το πολύ το ~ έμεινε ανύπαντρος / χωρίς σπίτι, για δύσκολο, αναποφάσιστο άνθρωπο. || ξεδιάλεγμα: Έχω πολλά μεταχειρισμένα ρούχα που θέλουν ~.
[μσν. διάλεγμα < διαλεκ- (διαλέγω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάλεγμα το.
-
- Εκλογή·
- αυτό που είναι το πιο εκλεκτό:
- διάλεγμα των τριτοαρχόντω εβούλησαν εις θάλασσα (Πεντ. Έξ. ΧV 4).
- αυτό που είναι το πιο εκλεκτό:
[<διαλέγω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Meursius (‑λεμα) και σήμ.]
- Εκλογή·