Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάκος ο [δjákos] Ο18α : διάκονος: Xειροτονήθηκε / έγινε ~. Ένας ~ μας οδήγησε στον ηγούμενο.
διακάκι το YΠΟKΟΡ (οικ.) νεαρός διάκος. [ελνστ. διάκ(ων) (< διάκονος) μεταπλ. -ος (σύγκρ. γέρων > γέρος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάκος ο.
-
- Βοηθός επισκόπου ή ιερέα, που κατέχει τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης:
- ήτον διάκος εις την ανορίαν της Μαραθάσας (Μαχ. 363).
[<ουσ. διάκων. Η λ. τον 11. αι. (LBG), στο Βλάχ. και σήμ.]
- Βοηθός επισκόπου ή ιερέα, που κατέχει τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακοσάρα η [δjakosára] Ο25α : (οικ.) μοτοσικλέτα με μηχανή διακοσίων κυβικών. || (ως επίθ.): ~ μηχανή.
[διακόσ(α) -άρα, θηλ. του -άρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακοσάρης ο [δjakosáris] Ο11 : (οικ.) αθλητής του δρόμου των διακοσίων μέτρων.
[διακόσ(α) -άρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακοσάρι το [δjakosári] Ο44 : (οικ.) 1. σύνολο διακοσίων ομοειδών μονάδων, συνήθ. για χρηματικό ποσό διακοσίων δραχμών ή διακοσίων χιλιάδων: Πλήρωσα ένα ~. 2. αγώνας δρόμου διακοσίων μέτρων: Έλα να τρέξουμε ένα ~.
[διακόσ(α) -άρι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακοσαριά η [δjakosarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου διακόσιοι: Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές / σελίδες. Πρέπει να πληρώσω καμιά ~ χιλιάδες. || (προφ., συνήθ. πληθ.): Έχω πληρώσει διακοσαριές
!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό.
[διακόσ(α) -αριά]
[Λεξικό Κριαρά]
- διακόσιοι, αριθμητ.
-
- Διακόσιοι:
- (Διγ. Esc. 571).
[αρχ. αριθμητ. διακόσιοι. Η λ. και σήμ.]
- Διακόσιοι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακοσιοστός -ή -ό [δjakosiostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός διακόσια: Διακοσιοστή επέτειος. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το διακοσιοστό, το ένα από τα διακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα διακοσιοστό.
[λόγ. < ελνστ. διακοσιοστός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακόσμηση η [δiakózmisi] Ο33 : η ενέργεια του διακοσμώ, η διαμόρφωση ενός χώρου ή μιας επιφάνειας, που έχει σκοπό την αισθητική βελτίωση, τη δημιουργία ενός αισθητικά καλού αποτελέσματος: Aνέθεσε τη ~ του σπιτιού του σε διακοσμητή. Aναλαμβάνει τη ~ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. || το αποτέλεσμα του διακοσμώ: Οι βιτρίνες έχουν πολύ ωραία ~. Σπίτια νεόπλουτων με κακόγουστη ~. Zωγραφική ~, διάκοσμος.
[λόγ. < αρχ. διακόσμη(σις) `ταχτοποίηση (του σύμπαντος)΄ -ση κατά τη σημ. της λ. διακοσμώ σημδ. γαλλ. décoration]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακοσμητής ο [δiakozmitís] Ο7 θηλ. διακοσμήτρια [δiakozmítria] Ο27 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διακόσμηση ενός χώρου· ντεκορατέρ: ~ εσωτερικών χώρων. Tη διακόσμηση της βιτρίνας την ανέθεσε σε διακοσμήτρια. Σπούδασε στη Σχολή Διακοσμητών.
[λόγ. διακοσμη- (διακοσμώ) -τής μτφρδ. γαλλ. décorateur· λόγ. διακοσμη(τής) -τρια]