Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάκονος ο [δiákonos] Ο19 θηλ. διακόνισσα* : (εκκλ.) κληρικός που έχει τον κατώτερο από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης· διάκος· (πρβ. ιεροδιάκονος): Xειροτονήθηκε ~. Άμφια διακόνου.
[λόγ. < ελνστ. διάκονος, αρχ. σημ.: `υπηρέτης΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάκονος ο.
-
- Διάκος:
- να μη κατηγορήσεις παπάν, ουδέ διάκονον (Ιστ. Βλαχ. 1679).
[αρχ. ουσ. διάκονος. Η λ. και σήμ.]
- Διάκος: