Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάδοχος ο [δiáδoxos] Ο19 θηλ. διάδοχος [δiáδoxos] Ο36 : α. αυτός που διαδέχεται ή πρόκειται να διαδεχτεί κπ.: Ο ~ του βρετανικού θρόνου. Οι διάδοχοι του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Όρισε τον ανιψιό του διάδοχο στην επιχείρηση. β. αυτός που συνεχίζει το έργο κάποιου: Εμφανίζεται ως ~ των πρωτεργατών του εργατικού κινήματος. γ. (αρσ., οικ.) ο πρώτος γιος κάποιου: Ύστερα από δυο κορίτσια ήρθε επιτέλους και ο ~.
[λόγ. < ελνστ. διάδοχος ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. διάδοχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάδοχος ο.
-
- 1) Αυτός που διαδέχεται ανώτατο άρχοντα:
- διάδοχος Ρωμαίων (Αργυρ., Βάρν. Κ 431).
- 2) Κληρονόμος:
- (Βαρούχ. 7927‑8).
[αρχ. επίθ. διάδοχος ως ουσ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αυτός που διαδέχεται ανώτατο άρχοντα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάδοχος -η -ο [δiáδoxos] Ε5 : που ακολουθεί, που έρχεται ύστερα από κτ. άλλο (το οποίο προηγήθηκε): Διάδοχη κατάσταση. Διάδοχο πολιτικό σχήμα. || (ως ουσ.) ο διάδοχος*.
[λόγ. < αρχ. διάδοχος]