Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάδικος ο [δiáδikos] Ο19 θηλ. διάδικος [δiáδikos] Ο36 : ο καθένας από τους δύο αντιπάλους στο δικαστήριο (ενάγων ή εναγόμενος): Οι διάδικοι κατέληξαν σε συμβιβασμό.
[λόγ. < ελνστ. διάδικος `κατήγορος, αντίδικος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάδικος -η / -ος -ο [δiáδikos] Ε17 : που λαμβάνει μέρος σε μια δίκη είτε ως ενάγων είτε ως εναγόμενος: Tα διάδικα μέρη.
[λόγ. επίθ. < ουσ. διάδικος]