Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάδημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάδημα το [δiáδima] Ο49 : 1. είδος διακοσμητικής ταινίας που δενόταν γύρω από το κεφάλι. 2. στέμμα ή είδος στέμματος που φοριέται στο κεφάλι, ιδίως ως σύμβολο εξουσίας βασιλέων, παπών, ηγεμόνων κ.ά: Διαμαντένιο / χρυσό / πολύτιμο / βασιλικό ~.

[λόγ. < αρχ. διάδημα]

[Λεξικό Κριαρά]
διάδημα το· διάδεμα· διάδημαν.
  • Στέμμα:
    • το διάδημα … της βασιλείας (Αχιλλ. N 33).

[αρχ. ουσ. διάδημα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες