Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάβημα το [δiávima] Ο49 : ενέργεια, πράξη, προσπάθεια που απευθύνεται σε κπ. (κυρίως σε αρχές ή σε υπηρεσίες) για την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος: Tολμηρό / έντονο / μάταιο / ατομικό / ομαδικό ~. Προβαίνω σε / κάνω ~. (λόγ. έκφρ.) απονενοημένο* ~. || (ειδικότ.) διπλωματική κυβερνητική ενέργεια που απευθύνεται προς ξένη κυβέρνηση με τη μορφή αίτησης, διαμαρτυρίας ή πρότασης για έγκριση: H κυβέρνηση προέβη σε έντονο ~ διαμαρτυρίας.
[λόγ. < ελνστ. διάβημα `βήμα, πέρασμα΄ σημδ. γαλλ. démarche]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάβημα το.
-
- 1) Βήμα:
- κατεύθυνε τα διαβήματα ημών εις οδόν ευθείαν (Χειλά, Χρον. 347).
- 2) Ενέργεια:
- ω γλώσσης ψευδηγόρου, … ήτις εις γην κατέαξε τα διαβήματά μου (Γλυκά, Στ. 76).
[μτγν. ουσ. διάβημα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Βήμα: