Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάβασμα το [δjávazma] Ο49 : 1. η ενέργεια του διαβάζω· η ανάγνωση: Aργό / γρήγορο / προσεκτικό / σωστό ~. Tο ~ της εφημερίδας / του περιοδικού. 2. η μελέτη: Έπεσε με τα μούτρα στο ~. Έχω πολύ ~ για το σχολείο. || (προφ., πληθ.): Tα διαβάσματά του τον οδήγησαν σε ριζική αλλαγή των προηγούμενων απόψεών του. 3. απαγελλία ευχής, εξορκισμός (από ιερά βιβλία): Θέλει ~ από παπά.
[διαβασ- (διαβάζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάβασμα το.
-
- α) Ανάγνωση:
- Το διάβασμαν εσκόλασε (ενν. η Αρετούσα) (Ερωτόκρ. Α´ 639)·
- β) ο τρόπος που διαβάζει κανείς:
- καλόφωνος … το διάβασμά του καθαρό (Συναδ. φ. 22r).
[<αόρ. του διαβάζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Ανάγνωση: