Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάβα
36 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάβα το [δjáva] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (λογοτ.) α. (για χρόνο) το πέρασμα: Όλα αλλάζουν στο ~ του χρόνου. β. (για κίνηση) το πέρασμα, η διέλευση: Σκόρπιζε στο ~ της ένα υπέροχο άρωμα.

[μσν. διάβα(ν) ουσιαστικοπ. προστ. του ρ. διαβαίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
διάβα το· διάβαν· πληθ. ?διάβα· διάβατα.
  • α) Πέρασμα, διάβαση, διέλευση:
    • (Κυπρ. ερωτ. 15413
    • της θάλασσας το διάβα (Φαλιέρ., Θρ. 218
    • να ίδω διάβαν της κόρης (Λίβ. Sc. 1064
  • β) δίοδος:
    • τα διάβατα όλα έπιασεν, τες στράτες και κλεισούρες (Χρον. Μορ. H 8347).
  • Η λ. και ως τοπων.:
    • (Μαχ. 42012).

[<προστ. διάβα του διαβαίνω. Ο πληθ. διάβατα στο Du Cange. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβάζω [δjavázo] -ομαι Ρ2.1 μππ. διαβασμένος κυρίως στις σημ. I2, 3 : I1α. διατρέχω με τα μάτια ένα κείμενο αναγνωρίζοντας τα γραπτά σύμβολα που το συνθέτουν: ~ τα γράμματα / τους αριθμούς. Δεν μπορεί να διαβάσει χωρίς γυαλιά. H επιστολή είναι κακογραμμένη και δε διαβάζεται. β. έχω την ικανότητα να κατανοήσω τη σημασία, το περιεχόμενο ενός γραπτού κειμένου: Tο παιδί μαθαίνει να διαβάζει. Ξέρει να διαβάζει και να γράφει. Διαβάζει αγγλικά αλλά δεν τα μιλάει. 2α. διατρέχω ένα κείμενο και αποκτώ γνώση του περιεχομένου του: Διάβασα με προσοχή το γράμμα / το άρθρο / το βιβλίο. Διάβασες εφημερίδα σήμερα; Mην υπογράφεις πριν να διαβάσεις τι γράφει. Συνηθίζει να διαβάζει πριν να κοιμηθεί. Ένας σωρός από παλιά, διαβασμένα περιοδικά. || Aυτό το βιβλίο διαβάστηκε πολύ φέτος, είχε πολλούς αναγνώστες. || ~ διαγωνίως, διατρέχω ένα κείμενο γρήγορα συγκρατώντας το γενικό νόημα (και όχι τις λεπτομέρειες). β. μελετώ: Έχει διαβάσει Mαρξ / φιλοσοφία / αρχαίους συγγραφείς. || Είναι διαβασμένος, για κπ. που έχει πλούσια, σε βάθος γνώση, μόρφωση, κατάρτιση. γ. (για μαθητή) γ1. μελετώ: Aν δε διαβάσεις, δε θα πετύχεις στις εξετάσεις. Άλλοτε πηγαίνει στο σχολείο διαβασμένος και άλλοτε αδιάβαστος. γ2. (προφ.) προγυμνάζω, βοηθώ κπ.: Tον διαβάζει ο πατέρας του. 3α. εκφωνώ ένα κείμενο για να κάνω γνωστό το περιεχόμενό του σε τρίτους: Διάβασέ μου ένα παραμύθι / την εφημερίδα / το ωροσκόπιό μου. Tο κείμενο του ψηφίσματος διαβάστηκε στους συγκεντρωμένους. β. (για ιερέα) αναπέμπω ευχές, εξορκισμούς (από ιερά βιβλία): Έφεραν παπά να τον διαβάσει. Θάφτηκε χωρίς να τον διαβάσει παπάς. II. (μτφ.) βρίσκω ένα κρυμμένο νόημα, ερμηνεύω κτ. στηριγμένος σε εξωτερικά στοιχεία. α. μαντεύω: ~ το μέλλον στα άστρα / στις γραμμές της παλάμης. β. διαβλέπω, διαπιστώνω κτ.: ~ στα μάτια σου πως μου λες ψέματα / πως δε μ΄ αγαπάς. ΦΡ ~ βουλωμένο* / κλειστό γράμμα. ~ πίσω / ανάμεσα από τις γραμμές*.

[μσν. διαβάζω `υπαγορεύω, απαγγέλλω, διαβάζω΄ < αρχ. διαβιβάζω `μεταφέρω΄ με απλολ. [viva > va] ]

[Λεξικό Κριαρά]
διαβάζω· παρατ. εδιέβαζα· αόρ. διέβασα· εδιέβασα· προστ. διέβασεν.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Διαβάζω:
        • Ο γενεράλες τες γραφές πιάνει και τες διαβάζει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51415
        • (μεταφ.):
          • Η Αρετούσα εδιάβασε στα μάτια του ό,τι χώνει (Ερωτόκρ. Β´ 2293
      • β) φρ. διαβάζω διδασκαλία = διδάσκομαι:
        • (Μαχ. 6421
      • γ) μελετώ, σπουδάζω:
        • έπεσε εις την φιλοσοφίαν και εδιάβαζε (Χρον. σουλτ. 14232).
    • 2)
      • α) Ψάλλω:
        • Διαβάζουσι (ενν. οι παπάδες) και λειτουργού (Διήγ. ωραιότ. 223
      • β) (προκ. για νεκρό) διαβάζω, ψάλλω τη νεκρώσιμη ακολουθία:
        • (Χρον. σουλτ. 282).
    • 3)
      • α) (Προκ. για τόπο) περνώ:
        • Τα ορεινά τα δύσκολα διαβάζεις τα ως βρούλον (Λόγ. παρηγ. L 259
      • β) περνώ κάπ. από ένα μέρος σε άλλο:
        • (Χρον. Μορ. H 5046
        • διά να με πάρουν την αυγήν, να με διαβάσουν αποκεί (Ch. pop. 270
      • γ) περνώ από το λαιμό μου, καταπίνω:
        • το νερό που πα να πιω δεν ημπορώ διαβάσειν (Περί ξεν. 243).
    • 4)
      • α) Οδηγώ, μεταφέρω κάπ. ή κ.:
        • να μη διαβάσουν γέννημα ποσώς εις την Γλαρέντζαν (Χρον. Τόκκων 3617
      • β) (προκ. για πράγμα) φέρνω:
        • εκόψανε το κεφάλι του … και το διαβάσανε του σουλτάν Μουράτη (Χρον. σουλτ. 7321).
    • 5)
      • α) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
        • (Κυπρ. ερωτ. 10315
        • με χόρτον και νερόν διαβάζω την ζωήν μου (Χούμνου, Κοσμογ. 815
      • β) (αμτβ.) περνώ τον καιρό μου:
        • Το καλοκαίρι εδιάβαζεν εις την πόλιν Γιαννίνων (Χρον. Τόκκων 3315).
    • 6) Νιώθω, αισθάνομαι, δοκιμάζω:
      • (Μαχ. 747
      • η ρήγαινα εδιάβασεν μέγαν φόβον (Βουστρ. 3104).
    • 7) Υφίσταμαι, υποβάλλομαι (σε κ.):
      • αν θελήσει να διαβάσει καμμίαν κρίσιν (Ασσίζ. 20623).
    • 8) Υποφέρω:
      • όσα διαβάζει δεν νιώθει ο θλιμμένος (Κυπρ. ερωτ. 208).
    • 9) Δίνω, προσφέρω:
      • πολλά χαρίσματα του εδιαβάσανε (Χρον. σουλτ. 9735).
    • 10)
      • α) Δίνω διέξοδο (σε κ.):
        • εκεί τον θυμόν σου να διαβάσεις (Ιατροσ. 1817
      • β) (προκ. για δίψα) σβήνω:
        • να πιει εκ το νερόν, την δίψαν να διαβάσει (Χούμνου, Κοσμογ. 1235).
    • 11) Αποβάλλω (ως περίττωμα):
      • ο σπανός … κακά πολλά εδιέβασεν πρασινοκόκκινα (Σπανός A 351).
    • 12) (Προκ. για κόπο) καταβάλλω:
      • εθέλαν διαβάσειν μέγαν κόπον να το σύρουν (Μαχ. 3226).
    • 13) (Προκ. για αγγαρεία) κάνω, εκτελώ:
      • δεν υποτάσσουνταν ουδέ του καστελλάνου, … ουδέ αγγάριον εδιαβάζαν (Μαχ. 4302).
    • 14) Κάνω κάπ. να χάνει τον καιρό του με λόγια, απασχολώ:
      • Με λόγια μάς εδιάβαζεν, την ρόγαν μας απήρεν (Χρον. Μορ. H 5281).
    • 15) Δεν κάνω κ. μέσα στις νόμιμες προθεσμίες:
      • εδιάβασεν καιρόν νόμου (Ασσίζ. 25913).
    • 16) Φρ. τα διαβάζω = ελέγχω:
      • Ας δω είντα θέλει ο φαφλατάς, μήμπα μου τα διαβάσει (Στάθ. Α´ 170).
    • 17) Διαπερνώ:
      • εσκοτώσαν τους και τους ομπρός εδιαβάσαν τους εις το σπαθίν (Μαχ. 66412).
  • II. Μέσ.
    • 1) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
      • (Φαλλίδ. 70).
    • 2) Φεύγω, πηγαίνω:
      • δεν τους έσωσαν, γιατ’ ήσαν διαβασμένοι (Κορων., Μπούας 130).
  • Η μτχ. ενεστ. διαβαζόμενες (ενν. μέρες) ως ουσ. = οι περασμένες μέρες:
    • Μια εκ τες διαβαζόμενες επήγεν να γυρέψει (Χούμνου, Κοσμογ. 251).
  • Η μτχ. παρκ. τα διαβασμένα ως ουσ. = τα περασμένα:
    • Εγώ δεν λέγω, δεν λαλώ ’ς τούτα τα διαβασμένα (Ch. pop. 489).

[<διαβιβάζω. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβαθμίζω [δiavaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : κατατάσσω κτ. σε μια σειρά, σε μια κλίμακα σύμφωνα με κάποια κριτήρια, καθορίζω βαθμό: Tο έγγραφο είναι διαβαθμισμένο ως απόρρητο.

[λόγ. δια- βαθμ(ός) -ίζω μτφρδ. γαλλ. graduer, classifier]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβάθμιση η [δiaváθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαβαθμίζω: ~ χρωμάτων. ~ εγγράφου, η κατάταξη ενός εγγράφου με βάση ορισμένα κριτήρια.

[λόγ. διαβαθμι- (διαβαθμίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. gradation, graduation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβαίνω [δjavéno] Ρ αόρ. διάβηκα, προστ. διάβα, απαρέμφ. διαβεί : (λογοτ.) 1. (τοπ.) διασχίζω έναν τόπο, περνώ από ένα μέρος σε ένα άλλο: Διάβηκαν το ποτάμι / τη γέφυρα / το δάσος. ΠAΡ Aν έχεις τύχη* διάβαινε και ριζικό περπάτει. 2. (χρον.) α. περνώ, κυλώ: Tα χρόνια διαβαίνουν γρήγορα. β. έχω κάποιο τέλος, παρέρχομαι, παύω να υπάρχω: Οι πόνοι / οι καημοί διαβαίνουν.

[αρχ. διαβαίνω (αρχική σημ.: `στέκομαι με τα σκέλια ανοιχτά΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
διαβαίνω· διαβαίννω· αόρ. εδιάβηνα· μτχ. διαβαιννομένος· διαβαίννοντα· διαβαίνοντα· διαβόντα· διαβών.
  • Α´ Μτβ.
    • 1)
      • α) Περνώ κ.:
        • ύστερον ηθέλησεν τειχιόν να διάβει πάλιν (Αχέλ. 2122
        • (μεταφ.):
          • πότε τον πύργον της ζωής να εδιάβηκες, καρδία …; (Λίβ. N 1253
        • φρ. διαβαίνει η βουλή κάπ. να κάνει κ. = περνά από το μυαλό κάπ. να κάνει κ.:
          • (Πικατ. 415
      • β) προσπερνώ:
        • την καλήν την νιαν διαβαίνω, χαιρετώ την (Ch. pop. 227).
    • 2) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
      • άτεκνοι εδιάβησαν τους χρόνους (Ιμπ. 42).
    • 3)
      • α) Διατρέχω:
        • (Λίβ. Esc. 3992
        • εδιάβηκα χώρας των Αιθιόπων (Διγ. Esc. 545
      • β) περπατώ, βαδίζω:
        • την στράταν εδιέβαινα θλιμμένος (Λίβ. P 2615).
    • 4) Φρ.
      • α) διαβαίνω εις την στράτα, την οδόν = φεύγω:
        • (Πεντ. Αρ. XXIV 25), (Χρον. Μορ. H 1567
      • β) διάβαινε την στράτα σου = φύγε, εξαφανίσου:
        • (Γεωργηλ., Βελ. Λ 731
      • γ) διαβαίνω την στράταν = (προκ. για πλοίο) ταξιδεύω:
        • (Ιμπ. (Legr.) 746).
    • 5) Αντιπαρέρχομαι, παραλείπω κ.:
      • Ημπόρουν διά την φυλακήν να γράψω ακόμη και άλλα, αμή … διαβαίνω και περνώ τα (Σαχλ., Αφήγ. 485).
    • 6) Παραβαίνω:
      • από την μισητείαν διαβαίννουν την εντολήν του Θεού (Μαχ. 25413).
    • 7)
      • α) Ξεπερνώ, υπερβαίνω κάπ. ή κ.:
        • αγάπη οπού αγάπαν τον σιρ Τιπάτ ήτον τόσον πολλά, ότι εδιάβαιννεν όλες τες αγάπες (Μαχ. 56837
      • β) (προκ. για νόμισμα) ξεπερνώ, υπερβαίνω:
        • ό,τι έκλεψεν ουδέν διαβαίννει έναν μάρκον ασήμιν (Ασσίζ. 23116).
    • 8) Υφίσταμαι:
      • άφωνοι, δίχως ομιλιάν διαβαίνουν το μαγκούριν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 207).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Περνώ:
      • σπαχήδες και γιανίτσαροι αμέτρητοι διαβήκαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27230).
    • 2)
      • α) (Προκ. για χρόνο, εποχή, κλπ.) περνώ:
        • (Φορτουν. Ιντ. δ´ 87), (Σκλάβ. 119
      • β) περνώ τον καιρό μου, ζω:
        • Γροίκα καλά τά λέγουσιν, διάβαινε με αγάπην (Σπαν. O 104· Προδρ. IV 590).
    • 3)
      • α) (Προκ. για έδεσμα) προσφέρομαι:
        • Πρώτον διαβαίνει το εκζεστόν (Προδρ. IV 172
      • β) (προκ. για φαγητό) περνώ (από το λάρυγγα):
        • εις τον λαιμόν του δράκοντος έσωθεν να διαβαίνει (Λόγ. παρηγ. O 543).
    • 4) Πηγαίνω:
      • (Ερωφ. Πρόλ. 70
      • Εκεί ομπροστά σταμάτησε και μη διαβείς παρέκει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [944]
      • (προκ. να δηλωθεί ευχή ή κατάρα):
        • Διαβάτε ουν και σεις μ’ αυτόν εις την καλήν την ώραν (Κορων., Μπούας 24
        • έφυγεν και εδιάβηκεν εις την Θεού κατάραν (Χρον. Μορ. H 3931
      • (μεταφ.):
        • του νου μου κι όπου να διαβεί ’κλουθά του (Κυπρ. ερωτ. 2510
      • φρ. διαβαίνω εις το καλό = καταστρέφομαι, χάνομαι:
        • (Διήγ. ωραιότ. 530).
    • 5)
      • α) Φεύγω:
        • πρώτα να λάβω θάνατον … παρά να διάβω απεδώ (Χρον. Μορ. H 8397
        • (μεταφ.):
          • οι ψυχές εδιάβησαν με τόσην ψαλμωδίαν (Αχέλ. 1112
      • β) φρ. διαβαίνω απομπρός κάπ., βλ. απεμπρός Φρ. 1·
      • γ) (προκ. για πλοίο) αποπλέω:
        • (Τρωικά 53321
      • δ) επιβιβάζομαι (σε πλοίο):
        • εις αυτό (ενν. το καράβι) εδιέβηκεν (Χρον. Μορ. H 1304).
    • 6)
      • α) Πεθαίνω, σκοτώνομαι:
        • (Μαχ. 47819
        • πολύς λαός εδιάβηκε με τον πικρόν τον φόνον (Αχέλ. 444
      • β) φρ. διαβαίνει η ζωή κάπ. = πεθαίνει κάπ.:
        • (Αλεξ. 1393
      • γ) φρ. διαβαίνω από σπαθί = σφάζομαι:
        • (Αγν., Ποιήμ. Α´ 16
      • δ) φρ. διαβαίνω εκ τον κόσμον, εις την γην, στον θάνατον = πεθαίνω:
        • (Χρον. Μορ. H 7760), (Βοσκοπ. 364), (Αχέλ. 1865
      • ε) φρ. διαβαίνω εις τον ύπνον = κοιμάμαι:
        • (Σαχλ. N 94).
    • 7)
      • α) (Προκ. για γεγονός) παρέρχομαι, περνώ:
        • (Μαχ. 32220
      • β) εξαφανίζομαι, δεν υφίσταμαι πια:
        • Η γούλα κάστρη καταλεί και μετ’ αυτά διαβαίνει (Δεφ., Λόγ. 231· Φορτουν. Ε´ 282
      • γ) χάνομαι, εξαφανίζομαι:
        • διαβαίνει το λογάριον και συ το πάθος έχεις (Σπαν. A 545).
    • 8)
      • α) Βαδίζω, περπατώ, προχωρώ:
        • Γάδαρος κι ένα άλογον αντάμα επηγαίναν, μαζί με τον αφέντη τους οι δύο διαβαίναν (Αιτωλ., Μύθ. 1242· Κυπρ. ερωτ. 1223
      • β) προχωρώ, ορμώ (επιθετικά):
        • ο Μιχάλης διάβηκεν κατά της Μπογδανίας (Παλαμήδ., Βοηβ. 900).
    • 9) (Προκ. για βαθμούς ιεραρχίας με εμπρόθ. προσδ.) ανέρχομαι:
      • να διαβεί από τους βαθμούς όλου του ιερατικού (Βακτ. αρχιερ. 185).
    • 10) Θεωρούμαι:
      • (Χρον. Τόκκων 2236).
    • 11) Διαβιβάζομαι:
      • Το δε πραχθέν στον βασιλιά μετέπειτα εδιέβη (Κορων., Μπούας 93).
    • 12) (Τριτοπρόσ., προκ. για γεγονός) συμβαίνει:
      • εγύρεψε να μάθει το πράμαν πώς εδιάβην (Μαχ. 21020).
    • 13) Προχωρώ· αναφέρομαι:
      • η γαρ τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει (Σφρ., Χρον. 1864).
    • 14) Καταντώ:
      • σα να ’χεν είσται (ενν. το σπαθί) κέρινο, τέτοιας λογής διαβαίνει (Ερωτόκρ. Δ´ 1763).
    • 15) Φρ. διαβαίνει ο νους κάπ. = χάνει κάπ. τα λογικά του:
      • (Διήγ. Αλ. V 25).
    • 16) (Προκ. για δικαστήριο) λειτουργώ:
      • (Μαχ. 1428).
    • 17) Περιέρχομαι:
      • εμέρασε την βασιλεία του και εδιάβη εις πολλά χέρια (Χρον. σουλτ. 5319).
    • 18) Φρ. διαβαίνω εις το αλαφρόν, βλ. αλαφρός 5α.
  • Η μτχ. διαβαιννομένος ως επίθ. = προκάτοχος:
    • κανένας σουλτάνος διαβαιννομένος σου εποίκεν τιτοίον πράμαν (Μαχ. 1842).

[αρχ. διαβαίνω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβαλκανικός -ή -ό [δiavalkanikós] Ε1 : που υπάρχει, που συμβαίνει, που διεξάγεται μεταξύ των χωρών των Bαλκανίων: Διαβαλκανική συνάντηση / διάσκεψη / φιλία / συνεργασία. Διαβαλκανικοί αθλητικοί αγώνες.

[λόγ. δια- + βαλκανικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβάλλω [δiaválo] -ομαι Ρ πρτ. διέβαλλα, αόρ. διέβαλα, απαρέμφ. διαβάλει, παθ. αόρ. διαβλήθηκα, απαρέμφ. διαβληθεί : κατηγορώ κπ. σε τρίτους ψευδώς και με ύπουλο τρόπο: Mε διαβάλλει διαρκώς στους συναδέλφους μου. Συνεχώς διαβάλλει και συκοφαντεί τους αντιπάλους του.

[λόγ. < αρχ. διαβάλλω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες