Παράλληλη αναζήτηση
928 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διά [δiá] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν· (βλ. και δια-) : (λόγ.) I. χρησιμοποιείται μόνο σε εκφράσεις ή φράσεις· δηλώνει συνήθως: 1. (με γεν.) α. τρόπο· με. (έκφρ.) ~ της βίας*. ~ χειραψίας*. ~ βοής*. δι΄ ανατάσεως* της χειρός. ~ μακρών*. ΦΡ ~ γυμνού* οφθαλμού. ~ της τεθλασμένης* (οδού). ~ πυρός* και σιδήρου. || διέλευση. (έκφρ.) ~ μέσου*. ~ θαλάσσης*. β. χρόνο· για. (έκφρ.) ~ βίου*. ~ παντός*. άπαξ* ~ παντός. ΦΡ στο δι΄ ευχών*. το δι΄ ευχών*. 2. (με αιτ.) α. αιτία. ΦΡ ~ τον φόβο(ν)* των Iουδαίων. β. συμπέρασμα. (έκφρ.) ~ ταύτα*. ~ τούτο*. ~ παν ενδεχόμενο*. II. (μαθημ.) ονομασία του συμβόλου ή σημείου της διαίρεσης (:)· προςAI6: Εκατό ~ δέκα ίσον δέκα. Hμίτονο α ~ συνημίτονο β.
[λόγ.: I: αρχ. διά· II: αρχ. διά στη σημ.: `μέσα από΄ σημδ. γαλλ. par]
- διά, πρόθ.· για· ογιά· οδιά· ως διά.
-
- Α´ 1) Αναγκαστικό αίτιο:
- διά ποίαν αφορμήν και διά τίνα τρόπον (Χρον. Τόκκων 3496)·
- διά κακόν καιρόν εχωρίστησαν (Μαχ. 36033)·
- κλαίσινε για λόγου σου (Πανώρ. Β´ 385)·
- α) με το σύνδ. να
- α1) διά να:
- πως εσείς διά να φοβάσθε την κατάρα της μητρός σας (Διγ. Άνδρ. 33230)·
- α2) για να:
- η πόρτα τούτη με κρουφό τρόπον ογιά ν’ ανοίγει, πίστεψε και για να ’ν’ στενή την ξεύρουσιν ολίγοι (Φαλιέρ., Ιστ. 190)·
- α1) διά να:
- β) (με το σύνδ. ως) ως για:
- κοράσιον πάντερπνον ενίκησεν φουσσάτον … ως για τα ωραιά της κάλλη (Διγ. Esc. 215).
- 2) Σκοπός, προορισμός:
- (Πανώρ. Ε´ 292)·
- θέλει την κερά Μηλιά να πάρει ογιά γυναίκα! (Φορτουν. Β´ 437)·
- α) με το σύνδ. να
- α1) διά να:
- το κορμίν του έπεσεν εις την ελεημοσύνην του Θεού και του αυθέντη της χώρας διά να τον ξηλοθρέψουν (Ασσίζ. 22123)·
- α2) για να:
- Είντα σημάδι πλειότερο θα δεις εις το κορμί μου για να γνωρίσεις πως καλλιά σ’ έχω απού την ψυχή μου; (Πανώρ. Β´ 278)·
- α1) διά να:
- β) με το σύνδ. ως
- β1) ως διά:
- την νύκτα οπού περπατεί ως διά κακόν γυρίζει (Σαχλ. A´ PM 58)·
- β2) ως για:
- Με τετρακόσιους εκλεκτούς στρατιώτας ως για χρειάν του (Κορων., Μπούας 93)·
- β1) ως διά:
- γ) με τους συνδ. ως και να
- γ1) ως διά να:
- εδιάβηκε στο μάντειο (ενν. ο Φίλιππος) ως διά να μαντέψει (Αλεξ. 292)·
- γ2) ως για να:
- αρματώνει κάτεργα … ως για να ταξιδεύσει (Αλεξ. 320)·
- γ1) ως διά να:
- δ) (με τους συνδ. όπως και να) όπως διά να:
- δότε με μήναν τέρμενο όπως διά να μείνω (Χρον. Μορ. P 72)·
- ε) (με τους συνδ. όμως και να - ως να, εσφαλμ. μετάφρ. από την εβραϊκή, βλ. Hesseling, Πεντ., σ. 429) για όμως να, για όμως ως να:
- (Πεντ. Γέν. XXVII 4, 10).
- 3) Μέσο ή όργανο:
- έδωσεν αυτονών ο Ιοσέφ αμάξια διά στόμα του Φαρώ (Πεντ. Γέν. XLV 21)·
- εχάμνισεν ο Ιοσουά τον Αμαλέκ και τον λαό του διά στόμα σπαθιού (Πεντ. Έξ. XVII 13).
- 4) Αναφορά:
- να μάθω πώς εγένετον οδιά την Μαργαρώνα (Ιμπ. 822)·
- με το σύνδ. ως
- (1) ως διά:
- εκείνος τον ερώτησεν: «τι λέγουν ως διά τούτον;» (Λίβ. Esc. 405)·
- (2) ως για:
- να πα να ιδώ τι λέγουσι ως για το λαβωμένο (Βεντράμ., Φιλ. 292).
- (1) ως διά:
- 5) Χρονικός προσδιορισμός ή διάρκεια:
- πορευόμενος διά δύο ημέρας προφθάνεις τον αιγιαλόν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1961)·
- του ήρθε μία αρρωστία … και διά ολίγες ημέρες απόθανε (Χρον. σουλτ. 12116).
- 6) Αντικατάσταση:
- ημπορεί ν’ αλλαχθεί διά έτερον άνθρωπον γερόν οπού να πολεμήσει αντ’ αυτού (Ασσίζ. 10626).
- 7) Σε ευχές και επικλήσεις:
- Διά τον Θεόν, καλοί αδελφοί, μη αποθάνει αδίκως (Διγ. Z 814).
- Β´ (Σε δήλωση ιδιότητας ή προορισμού) ως:
- (Μαχ. 54813)·
- επήρε με ογιά ταίρι του κι ογιά βασίλισσά του (Ροδολ. Α´ 609)·
- (με το σύνδ. ως) ως για:
- ’ς τούτο σας δίδω θύμησιν, ως για παραγγελία (Βεντράμ., Φιλ. 9).
[αρχ. πρόθ. διά. Ο τ. ογιά και σήμ. κρητ. Η λ. και ο τ. για και σήμ.]
- Α´ 1) Αναγκαστικό αίτιο:
- διά κιτρίου το,
- βλ. κιτρίον.
- διά κίτρου το,
- βλ. κίτρο(ν).
- δια- [δia] ή [δja] (βλ. σημ. II) & διά- [δiá] ή [δjá] (βλ. σημ. II), όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & δι- 2 [δi], πριν από φωνήεν : η πρόθεση διά ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων. I. συνήθ.: 1α. δηλώνει κίνηση διά μέσου, από τη μια μεριά ως την άλλη: διαπερνώ, διατρέχω, διέρχομαι· διάβαση, διάπλους· διαγώνιος. β. δηλώνει κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού: διαλαλώ, διατυμπανίζω, διαχέω. 2. (σε επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο γίνεται, περιορίζεται μεταξύ αυτών που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: διακομματικός, διακρατικός, διαπροσωπικός, διυπουργικός, που γίνεται μεταξύ κομμάτων, κρατών, προσώπων κτλ. 3. σε ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει: α. μοιρασιά, διανομή: διαιρώ, διαμοιράζω, διανέμω· διαίρεση, διανομή. β. ασυμφωνία, ανομοιότητα σε σχέση ή σύγκριση με άλλα: διαφέρω, διαφωνώ· διάσταση, διαφωνία· διάφορος. γ. ανταγωνισμό ή αμοιβαιότητα: διαπληκτίζομαι· διαγωνίζομαι· (πρβ. συν-, αντι-). δ. τρόπο εκτέλεσης μιας προσπάθειας, εξέλιξης, διαδικασίας: διαμορφώνω, διαπαιδαγωγώ. 4. χρόνο, χρονική κάλυψη από την αρχή ως το τέλος του διαστήματος που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη ή από το χρονικό προσδιορισμό που υπάρχει στην πρόταση: διανυκτερεύω, διατελώ, διημερεύω / εφημερεύω· (πρβ. επι-
1II2). 5α. με επιτατική σημασία: διακαής, διάφανος. || για την επιδίωξη με κάθε τρόπο του ύψιστου, του τέλειου αποτελέσματος μιας διαδικασίας: διακατέχομαι, διακωμωδώ, διασφαλίζω. β. με υποκοριστική λειτουργία για να δηλώσει ότι αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη γίνεται με δυσκολία: διαβλέπω, διαφαίνομαι. II. σε πολλές λέξεις, συνήθ. με το δια- στη συνιζημένη του μορφή, δεν είναι στα νέα ελληνικά εμφανής η παραγωγή: διαβαίνω, διάβολος, διαλέγω· διάθεση. [I: λόγ. < αρχ. δι(α)- < πρόθ. διά `μέσα από, προς διάφορες κατευθύνσεις΄ ως α' συνθ.: αρχ. δια-βαίνω, διά-βασις, διά-μετρος, δια-νέμω & διεθ. dia- < αρχ. δια-: δια-θερμία, δια-μαγνητικός < γαλλ. diathermie, diamagnétique & μτφρδ.: δια-κυβερνητικός < αγγλ. intergovernmental (το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. πολλά παράγωγα δεν αναλύονται πια)· II: αρχ. δι(α)-: αρχ. διά-βολος (δες λ.) σε παράγωγα που στη σημερ. μορφή της γλ. δεν αναλύονται πια]
- διάβα το [δjáva] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (λογοτ.) α. (για χρόνο) το πέρασμα: Όλα αλλάζουν στο ~ του χρόνου. β. (για κίνηση) το πέρασμα, η διέλευση: Σκόρπιζε στο ~ της ένα υπέροχο άρωμα.
[μσν. διάβα(ν) ουσιαστικοπ. προστ. του ρ. διαβαίνω]
- διάβα το· διάβαν· πληθ. ?διάβα· διάβατα.
-
- α) Πέρασμα, διάβαση, διέλευση:
- (Κυπρ. ερωτ. 15413)·
- της θάλασσας το διάβα (Φαλιέρ., Θρ. 218)·
- να ίδω διάβαν της κόρης (Λίβ. Sc. 1064)·
- β) δίοδος:
- τα διάβατα όλα έπιασεν, τες στράτες και κλεισούρες (Χρον. Μορ. H 8347).
- Η λ. και ως τοπων.:
- (Μαχ. 42012).
[<προστ. διάβα του διαβαίνω. Ο πληθ. διάβατα στο Du Cange. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- α) Πέρασμα, διάβαση, διέλευση:
- διαβάζω [δjavázo] -ομαι Ρ2.1 μππ. διαβασμένος κυρίως στις σημ. I2, 3 : I1α. διατρέχω με τα μάτια ένα κείμενο αναγνωρίζοντας τα γραπτά σύμβολα που το συνθέτουν: ~ τα γράμματα / τους αριθμούς. Δεν μπορεί να διαβάσει χωρίς γυαλιά. H επιστολή είναι κακογραμμένη και δε διαβάζεται. β. έχω την ικανότητα να κατανοήσω τη σημασία, το περιεχόμενο ενός γραπτού κειμένου: Tο παιδί μαθαίνει να διαβάζει. Ξέρει να διαβάζει και να γράφει. Διαβάζει αγγλικά αλλά δεν τα μιλάει. 2α. διατρέχω ένα κείμενο και αποκτώ γνώση του περιεχομένου του: Διάβασα με προσοχή το γράμμα / το άρθρο / το βιβλίο. Διάβασες εφημερίδα σήμερα; Mην υπογράφεις πριν να διαβάσεις τι γράφει. Συνηθίζει να διαβάζει πριν να κοιμηθεί. Ένας σωρός από παλιά, διαβασμένα περιοδικά. || Aυτό το βιβλίο διαβάστηκε πολύ φέτος, είχε πολλούς αναγνώστες. || ~ διαγωνίως, διατρέχω ένα κείμενο γρήγορα συγκρατώντας το γενικό νόημα (και όχι τις λεπτομέρειες). β. μελετώ: Έχει διαβάσει Mαρξ / φιλοσοφία / αρχαίους συγγραφείς. || Είναι διαβασμένος, για κπ. που έχει πλούσια, σε βάθος γνώση, μόρφωση, κατάρτιση. γ. (για μαθητή) γ1. μελετώ: Aν δε διαβάσεις, δε θα πετύχεις στις εξετάσεις. Άλλοτε πηγαίνει στο σχολείο διαβασμένος και άλλοτε αδιάβαστος. γ2. (προφ.) προγυμνάζω, βοηθώ κπ.: Tον διαβάζει ο πατέρας του. 3α. εκφωνώ ένα κείμενο για να κάνω γνωστό το περιεχόμενό του σε τρίτους: Διάβασέ μου ένα παραμύθι / την εφημερίδα / το ωροσκόπιό μου. Tο κείμενο του ψηφίσματος διαβάστηκε στους συγκεντρωμένους. β. (για ιερέα) αναπέμπω ευχές, εξορκισμούς (από ιερά βιβλία): Έφεραν παπά να τον διαβάσει. Θάφτηκε χωρίς να τον διαβάσει παπάς. II. (μτφ.) βρίσκω ένα κρυμμένο νόημα, ερμηνεύω κτ. στηριγμένος σε εξωτερικά στοιχεία. α. μαντεύω: ~ το μέλλον στα άστρα / στις γραμμές της παλάμης. β. διαβλέπω, διαπιστώνω κτ.: ~ στα μάτια σου πως μου λες ψέματα / πως δε μ΄ αγαπάς. ΦΡ ~ βουλωμένο* / κλειστό γράμμα. ~ πίσω / ανάμεσα από τις γραμμές*.
[μσν. διαβάζω `υπαγορεύω, απαγγέλλω, διαβάζω΄ < αρχ. διαβιβάζω `μεταφέρω΄ με απλολ. [viva > va] ]
- διαβάζω· παρατ. εδιέβαζα· αόρ. διέβασα· εδιέβασα· προστ. διέβασεν.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Διαβάζω:
- Ο γενεράλες τες γραφές πιάνει και τες διαβάζει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51415)·
- (μεταφ.):
- Η Αρετούσα εδιάβασε στα μάτια του ό,τι χώνει (Ερωτόκρ. Β´ 2293)·
- β) φρ. διαβάζω διδασκαλία = διδάσκομαι:
- (Μαχ. 6421)·
- γ) μελετώ, σπουδάζω:
- έπεσε εις την φιλοσοφίαν και εδιάβαζε (Χρον. σουλτ. 14232).
- α) Διαβάζω:
- 2)
- α) Ψάλλω:
- Διαβάζουσι (ενν. οι παπάδες) και λειτουργού (Διήγ. ωραιότ. 223)·
- β) (προκ. για νεκρό) διαβάζω, ψάλλω τη νεκρώσιμη ακολουθία:
- (Χρον. σουλτ. 282).
- α) Ψάλλω:
- 3)
- α) (Προκ. για τόπο) περνώ:
- Τα ορεινά τα δύσκολα διαβάζεις τα ως βρούλον (Λόγ. παρηγ. L 259)·
- β) περνώ κάπ. από ένα μέρος σε άλλο:
- (Χρον. Μορ. H 5046)·
- διά να με πάρουν την αυγήν, να με διαβάσουν αποκεί (Ch. pop. 270)·
- γ) περνώ από το λαιμό μου, καταπίνω:
- το νερό που πα να πιω δεν ημπορώ διαβάσειν (Περί ξεν. 243).
- α) (Προκ. για τόπο) περνώ:
- 4)
- α) Οδηγώ, μεταφέρω κάπ. ή κ.:
- να μη διαβάσουν γέννημα ποσώς εις την Γλαρέντζαν (Χρον. Τόκκων 3617)·
- β) (προκ. για πράγμα) φέρνω:
- εκόψανε το κεφάλι του … και το διαβάσανε του σουλτάν Μουράτη (Χρον. σουλτ. 7321).
- α) Οδηγώ, μεταφέρω κάπ. ή κ.:
- 5)
- α) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
- (Κυπρ. ερωτ. 10315)·
- με χόρτον και νερόν διαβάζω την ζωήν μου (Χούμνου, Κοσμογ. 815)·
- β) (αμτβ.) περνώ τον καιρό μου:
- Το καλοκαίρι εδιάβαζεν εις την πόλιν Γιαννίνων (Χρον. Τόκκων 3315).
- α) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
- 6) Νιώθω, αισθάνομαι, δοκιμάζω:
- (Μαχ. 747)·
- η ρήγαινα εδιάβασεν μέγαν φόβον (Βουστρ. 3104).
- 7) Υφίσταμαι, υποβάλλομαι (σε κ.):
- αν θελήσει να διαβάσει καμμίαν κρίσιν (Ασσίζ. 20623).
- 8) Υποφέρω:
- όσα διαβάζει δεν νιώθει ο θλιμμένος (Κυπρ. ερωτ. 208).
- 9) Δίνω, προσφέρω:
- πολλά χαρίσματα του εδιαβάσανε (Χρον. σουλτ. 9735).
- 10)
- α) Δίνω διέξοδο (σε κ.):
- εκεί τον θυμόν σου να διαβάσεις (Ιατροσ. 1817)·
- β) (προκ. για δίψα) σβήνω:
- να πιει εκ το νερόν, την δίψαν να διαβάσει (Χούμνου, Κοσμογ. 1235).
- α) Δίνω διέξοδο (σε κ.):
- 11) Αποβάλλω (ως περίττωμα):
- ο σπανός … κακά πολλά εδιέβασεν πρασινοκόκκινα (Σπανός A 351).
- 12) (Προκ. για κόπο) καταβάλλω:
- εθέλαν διαβάσειν μέγαν κόπον να το σύρουν (Μαχ. 3226).
- 13) (Προκ. για αγγαρεία) κάνω, εκτελώ:
- δεν υποτάσσουνταν ουδέ του καστελλάνου, … ουδέ αγγάριον εδιαβάζαν (Μαχ. 4302).
- 14) Κάνω κάπ. να χάνει τον καιρό του με λόγια, απασχολώ:
- Με λόγια μάς εδιάβαζεν, την ρόγαν μας απήρεν (Χρον. Μορ. H 5281).
- 15) Δεν κάνω κ. μέσα στις νόμιμες προθεσμίες:
- εδιάβασεν καιρόν νόμου (Ασσίζ. 25913).
- 16) Φρ. τα διαβάζω = ελέγχω:
- Ας δω είντα θέλει ο φαφλατάς, μήμπα μου τα διαβάσει (Στάθ. Α´ 170).
- 17) Διαπερνώ:
- εσκοτώσαν τους και τους ομπρός εδιαβάσαν τους εις το σπαθίν (Μαχ. 66412).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
- (Φαλλίδ. 70).
- 2) Φεύγω, πηγαίνω:
- δεν τους έσωσαν, γιατ’ ήσαν διαβασμένοι (Κορων., Μπούας 130).
- 1) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
- Η μτχ. ενεστ. διαβαζόμενες (ενν. μέρες) ως ουσ. = οι περασμένες μέρες:
- Μια εκ τες διαβαζόμενες επήγεν να γυρέψει (Χούμνου, Κοσμογ. 251).
- Η μτχ. παρκ. τα διαβασμένα ως ουσ. = τα περασμένα:
- Εγώ δεν λέγω, δεν λαλώ ’ς τούτα τα διαβασμένα (Ch. pop. 489).
[<διαβιβάζω. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- διαβαθμίζω [δiavaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : κατατάσσω κτ. σε μια σειρά, σε μια κλίμακα σύμφωνα με κάποια κριτήρια, καθορίζω βαθμό: Tο έγγραφο είναι διαβαθμισμένο ως απόρρητο.
[λόγ. δια- βαθμ(ός) -ίζω μτφρδ. γαλλ. graduer, classifier]