Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοτική η [δimotikí] Ο29 : η μορφή της νεοελληνικής κοινής γλώσσας, όπως διαμορφώθηκε ιδίως τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια από τον προφορικό λόγο του Nεοέλληνα και όπως καλλιεργήθηκε στη λογοτεχνία: Γραμματική / συντακτικό / λεξικό της δημοτικής. Οπαδοί / αντίπαλοι της δημοτικής. H ~ βαθμιαία επικράτησε σε όλους σχεδόν τους τομείς εκτοπίζοντας την καθαρεύουσα. Γράφω / μιλώ στη ~.
[λόγ. < γαλλ. démotique `λαϊκή σε αντίθεση προς λόγια γλώσσα΄, αρχική σημ. της γαλλ. λ.: `γραφή και γλώσσα των αιγυπτιακών κατά την ελνστ. εποχή΄ < θηλ. του αρχ. επιθ. δημοτικός `που αναφέρεται στον πολύ κόσμο΄ με βάση την αρχ. φρ. δημοτικά γράμματα `η λαϊκή γραφή σε αντίθεση προς τα ἱρά (= ιερά) γράμματα, τα ιερογλυφικά΄]