Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιογραφικός -ή -ό [δimosioγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημοσιογραφία ή με το δημοσιογράφο: Δημοσιογραφικό έργο / κείμενο / ύφος / επάγγελμα. Kανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Δημοσιογραφικό χαρτί. ~ οργανισμός. Δημοσιογραφικές πηγές / πληροφορίες.
δημοσιογραφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δημοσιογράφ(ος) -ικός]