Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοσιεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοσιεύω [δimosiévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. ανακοινώνω, καθιστώ κτ. ευρύτερα γνωστό κυρίως μέσο του τύπου: Οι εφημερίδες δημοσίευσαν τα αποτελέσματα των εκλογών / το κείμενο του νομοσχεδίου / τα ονόματα των επιτυχόντων στις εξετάσεις. 2. καταχωρίζω σε ένα έντυπο, κυρίως σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, ένα κείμενο (άρθρο, αγγελία, διαφήμιση, μελέτη κτλ.): H αγγελία / η διαφήμιση / η ανακοίνωση είναι δημοσιευμένη στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας. 3. εκδίδω: Έχω δημοσιεύσει δύο βιβλία / τρεις ποιητικές συλλογές.

[λόγ. < ελνστ. δημοσιεύω, αρχ. σημ.: `κοινολογώ΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δημοσιεύω.
  • Κάνω κ. γνωστό, κοινολογώ, αποκαλύπτω:
    • βλέπε, ει τι επίστασαι … μη φαφλατίσεις, μη το ειπείς, μηδέ δημοσιεύσεις (Σπαν. P (Μαυρ.) 427).

[αρχ. δημοσιεύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες