Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσία [δimosía] επίρρ. : (λόγ.) σε δημόσια εμφάνιση, μπροστά σε κοινό.
[λόγ. < αρχ. δημοσίᾳ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιά η [δimosxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) δημόσιος (αμαξιτός) δρόμος, συνήθ. έξω από κατοικημένη περιοχή: Tο χωριό απέχει λίγα χιλιόμετρα από τη ~. Άφησαν τη ~ και πήραν το μονοπάτι.
[μσν. δημοσία (ενν. οδός) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δημόσιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- δημοσία η· δεμοσία· δεμοσιά.
-
- Φαρδύς, μεγάλος δρόμος:
- ταύτα ακούσαντες οι σπανοί οι μεν εις τα όρη έδωκαν, οι δε εις τας δημοσίας (Σπανός A 192· Κυπρ. ερωτ. 9528).
[θηλ. του επιθ. δημόσιος ως ουσ. Ο τ. δεμοσία τον 11. αι. Τ. ‑ιά και σήμ. Η λ. το 10.(;) αι. (LBG, λ. ‑ιος)]
- Φαρδύς, μεγάλος δρόμος:
[Λεξικό Κριαρά]
- δημοσίᾳ, επίρρ.
-
- 1) Ενώπιον πλήθους, μπροστά στο λαό:
- εσύντυχε τότεσον δημοσίᾳ (Κορων., Μπούας 74).
- 2) Με δημόσιο πλειστηριασμό, με δημοπρασία:
- τον πλούτον αυτού δημοσίᾳ επώλησεν, ίνα λάβῃ ο βασιλεύς το χρέος (Ιστ. πολιτ. 7715).
[αρχ. επίρρ. δημοσίᾳ. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Ενώπιον πλήθους, μπροστά στο λαό:
[Λεξικό Κριαρά]
- δημοσιακός, επίθ.· δεμοσιακός.
-
- 1) Που σχετίζεται με το δημόσιο ή ανήκει στο δημόσιο, δημόσιος:
- δημοσιακάς ενοχάς (Παράφρ. Χων. 586).
- 2) Έκφρ. δεμοσιακός τόπος = δημόσιο ταμείο, θησαυροφυλάκιο του κράτους:
- Ηύρεν γαρ ο πρίγκιπας τον δεμοσιακόν τόπον εξηλειμμένον παντελώς (Χρον. Μορ. H 8663).
[μτγν. επίθ. δημοσιακός]
- 1) Που σχετίζεται με το δημόσιο ή ανήκει στο δημόσιο, δημόσιος: