Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοκοπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοκοπώ [δimokopó] Ρ10.9α : δημαγωγώ.

[λόγ. < ελνστ. δημοκοπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες