Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημογέροντας ο [δimojérondas] Ο5 : αιρετός τοπικός άρχοντας στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές κοινότητες κατά την Tουρκοκρατία· κοτζάμπασης, πρόκριτος.
[λόγ. < αρχ. δημογέρων, αιτ. -οντα `ο γεροντότερος του λαού΄, πληθ. δημογέροντες `άρχοντες΄]