Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημητριακός -ή -ό [δimitriakós] Ε1 : κυρίως ως ουσ. τα δημητριακά, ονομασία φυτών και των σπόρων τους, οι οποίοι αποτελούν βασικό είδος διατροφής για τους ανθρώπους και για ορισμένα (κατοικίδια κυρ.) ζώα: Kαλλιέργεια δημητριακών. Kυριότερα δημητριακά είναι το σιτάρι, το κριθάρι, η σίκαλη, η βρόμη, το καλαμπόκι, το ρύζι. Εισαγωγή / εξαγωγή δημητριακών. || (ως επίθ.): Δημητριακοί καρποί ή δημητριακά προϊόντα, τα δημητριακά.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. δημητριακά (ενν. σπέρματα)]