Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημεύω [δimévo] -ομαι Ρ5.1 : επιβάλλω, ως δημόσιο, σε κπ. την ποινή της αφαίρεσης (μέρους ή του συνόλου) των περιουσιακών του στοιχείων· (πρβ. απαλλοτριώνω): Aπελάθηκε ως κατάσκοπος και δημεύτηκε η περιουσία του.
[λόγ. < αρχ. δημεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δημεύω.
-
- Διαπομπεύω:
- πομπεύουν και δημεύουν, ζημιώνουν, εξορίζουν (Πτωχολ. α 109).
[αρχ. δημεύω. Η λ. και σήμ.]
- Διαπομπεύω: