Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημεγέρτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημεγέρτης ο [δimejértis] Ο10 : (λόγ.) αυτός που εξεγείρει, που ξεσηκώνει τα πλήθη, το λαό.

[λόγ. δημ(ο)- 1 + εγερ- (εγείρω) -της (πρβ. μσν. δημηγέρτης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες