Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαρχία η [δimarxía] Ο25 : 1. το αξίωμα, η εξουσία του δημάρχου: Tρεις υποψήφιοι διεκδικούν τη ~. 2. η χρονική περίοδος της θητείας ενός δημάρχου: Επί της δημαρχίας του έγιναν πολλά έργα στην πόλη. 3. το δημαρχείο: Tο σπίτι του είναι απέναντι από τη ~.
[λόγ. < αρχ. δημαρχία `το αξίωμα του δημάρχου΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- δημαρχία η.
-
- Διοικητική περιφέρεια:
- έγραψεν είς έκαστος (ενν. δήμαρχος) την δημαρχίαν αυτού ακριβώς (Σφρ., Χρον. 13212).
[αρχ. ουσ. δημαρχία. Η λ. και σήμ.]
- Διοικητική περιφέρεια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαρχιακός -ή -ό [δimarxiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δημαρχία ή στο δήμαρχο: Δημαρχιακές εκλογές, που γίνονται για την ανάδειξη δημοτικών αρχόντων. Δημαρχιακή επιτροπή, που αποτελείται από μέλη του δημοτικού συμβουλίου και συνεργάζεται με το δήμαρχο.
[λόγ. δημαρχί(α) -ακός (διαφ. το ελνστ. δημαρχικός `που αναφέρεται στους εκπροσώπους του κοινού λαού΄)]