Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δηλωτικός -ή -ό [δilotikós] Ε1 : που δηλώνει, που δείχνει, φανερώνει ή ανακοινώνει κτ. (το οποίο αναφέρεται σε γενική πτώση): Xαμόγελο δηλωτικό ικανοποίησης. Ενέργειες δηλωτικές των απόψεών του. || (ως ουσ.) το δηλωτικό, ονομασία εγγράφου ναυτιλιακού περιεχομένου.
[λόγ. < αρχ. δηλωτικός]