Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δηλητηριάζω [δilitiriázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κπ. ή σκοτώνω κπ. με δηλητήριο· φαρμακώνω1: Tον δηλητηρίασε με παραθείο. Δηλητηριάζει τα αδέσποτα σκυλιά. || (παθ.) παθαίνω δηλητηρίαση: Δηλητηριάστηκε από αλλοιωμένα τρόφιμα. 2. ρίχνω, βάζω σε κτ. δηλητήριο: ~ το νερό / το κρασί. Δηλητηριασμένα τρόφιμα / κόλλυβα. Δηλητηριασμένα βέλη, εμποτισμένα σε δηλητήριο. 3. φθείρω, καταστρέφω κτ. βαθμιαία προκαλώντας δηλητηρίαση: Ο καπνός / η ηρωίνη δηλητηριάζει τον οργανισμό του ανθρώπου. 4. (μτφ.) α. επιδρώ αρνητικά, βλαπτικά, προξενώ φθορά, κυρίως ηθική: H αναμόχλευση των παθών δηλητηριάζει την πολιτική ζωή του τόπου. Οι απόψεις του είναι δηλητηριασμένες από τις ιδέες του ρατσισμού. β. στενοχωρώ, πικραίνω κπ. υπερβολικά· φαρμακώνω3β: H ζήλια δηλητηριάζει τη ζωή της.
[λόγ. δηλητήρι(ον) -άζω μτφρδ. του λαϊκού φαρμακώνω & του γαλλ. empoisonner]