Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δευτερώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- α) Κάνω κ. για δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω:
- απάνω ’ς τούτο λόγο πλιο μηδέ μου δευτερώσεις (Ερωφ. Δ´ 603· Ερωτόκρ. Δ´ 1659)·
- β) (με αντικ. τη λ. άνδρας) κάνω δεύτερο γάμο, ξαναπαντρεύομαι:
- Πολλοί γαρ την εγύρευσαν … αλλ’ ουκ ηθέλησεν ποσώς να δευτερώσει άνδρα (Χρον. Τόκκων 14).
- α) Κάνω κ. για δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω:
- Β´ (Αμτβ.) επαναλαμβάνομαι:
- τη σάλπιγγ’ ο Ρωτόκριτος κάνει και δευτερώνει (Ερωτόκρ. Β´ 1415).
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ.) εμφανίζομαι για δεύτερη φορά:
- εδευτερώθην το όνειρο προς τον Φαρό (Πεντ. Γέν. XLI 32).
[μτγν. δευτερόω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.