Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δευτερότοκος, επίθ.· δευτεροτότοκος.
-
- Που έχει γεννηθεί δεύτερος:
- Υιός δευτεροτότοκος (Βέλθ. 9).
[<επίθ. δεύτερος + ουσ. τόκος. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Που έχει γεννηθεί δεύτερος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δευτερότοκος -η -ο [δefterótokos] Ε5 : για το παιδί που γεννιέται δεύτερο μέσα σε μια οικογένεια.
[λόγ. < ελνστ. δευτερότοκος]