Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δευτεροκλασάτος -η -ο [δefteroklasátos] Ε3 : (οικ.) για κπ. που ανήκει σε μια δεύτερη, κατώτερη κατηγορία ενός συνόλου, και ως ουσ.: Aνήκει στα δευτεροκλασάτα στέλεχη του κόμματος. Δε θα ρωτήσουμε τώρα και τους δευτεροκλασάτους!
[λόγ. δευτερο- + κλάσ(η) -άτος κατά το πρωτοκλασάτος]