Παράλληλη αναζήτηση
29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δευτερο- [δeftero] & δευτερό- [δefteró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & δευτερ- [δefter], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται για δεύτερη φορά: δευτερόγαμος, δευτερόγεννη· ~λογώ, ~λογία, ~παντρεύομαι· ~τόκος. ANT πρωτο-. 2. συνήθ. σε αντίθεση με το β' συνθετικό πρωτο- δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση συνήθ. χρονικά: δευτερότοκος, ~ετής. β. καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση σε μια σειρά, κατάταξη, διαίρεση, ιεραρχία κτλ.: δευτεραγωνιστής, ~βάθμιος, δευτερόκλιτος, ~κλασάτος. γ. γίνεται, παρατηρείται σε υστερότερη φάση μιας διαδικασίας: ~γενής, ~παθής.
[μσν. δευτερ(ο)- θ. του επιθ. δεύτερ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. δευτερο-ρωτώ, δευτερο-παντρεμένος & λόγ. < αρχ. δευτερ(ο)- θ. του επιθ. δεύτερο(ς): αρχ. δευτερο-τόκος `που γεννάει για δεύτερη φορά΄, ελνστ. δευτερο-λογία, δευτερο-νόμιον & διεθ. deutero- < αρχ. δευτερο-: δευτερό-πλασμα < νλατ. deuteroplasma]
- δευτεροανοίγω.
-
- Ανοίγω για δεύτερη φορά (μια θύρα):
- (Αρσ., Κόπ. διατρ. [874]).
[<επίρρ. δεύτερον + ανοίγω]
- Ανοίγω για δεύτερη φορά (μια θύρα):
- δευτεροβάθμιος -α -ο [δefterováθmios] Ε6 : 1. που κατέχει το δεύτερο και ιεραρχικά αμέσως κατώτερο βαθμό από τον πρωτοβάθμιο: ~ υπάλληλος. 2. που αποτελεί ένα δεύτερο σταθμό, μια δεύτερη φάση, ανώτερη από την πρωτοβάθμια: Δευτεροβάθμια επιτροπή. Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η μέση εκπαίδευση. || Δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση / συνδικαλιστική οργάνωση, που ελέγχει και συντονίζει την πρωτοβάθμια. || Δευτεροβάθμιο διαιτητικό δικαστήριο, που αναθεωρεί τις αποφάσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. 3. (μαθημ.) δευτεροβάθμια εξίσωση, εξίσωση δευτέρου βαθμού.
[λόγ. δευτερο- + βαθμ(ός) -ιος κατά το πρωτοβάθμιος, μτφρδ.: 1: γαλλ. de deuxième classe· 2, 3: γαλλ. de deuxième degré]
- δευτερογαμία η· δευτερογαμιά.
-
- Δεύτερος γάμος:
- Ο γέρος ας προσέχεται την δευτερογαμίαν (Γεωργηλ., Θαν. 412).
[μτγν. ουσ. δευτερογαμία. Η λ. και σήμ.]
- Δεύτερος γάμος:
- δευτερογαμώ.
-
- Κάνω δεύτερο γάμο, ξαναπαντρεύομαι:
- δευτερογαμούσα γυναίκα (Ελλην. νόμ. 57712).
[<επίρρ. δεύτερον + γαμώ. Η λ. τον 4. αι. (DGE)]
- Κάνω δεύτερο γάμο, ξαναπαντρεύομαι:
- δευτερογενής -ής -ές [δefterojenís] Ε10 : 1. που δημιουργείται σε μια δεύτερη φάση η οποία έρχεται ως επακόλουθο της πρώτης: ~ αιτία. Δευτερογενή συμπτώματα μιας αρρώστιας. Δευτερογενή φαινόμενα. || ~ παραγωγή, που περιλαμβάνει τα προϊόντα που έχουν υποστεί ανθρώπινη επεξεργασία (βιομηχανία, βιοτεχνία, χειροτεχνία). 2. (γεωλ.) ~ αιώνας, που αποτελεί τη δεύτερη φάση της γεωλογικής εξέλιξης, που διαδέχεται τον πρωτογενή και αντιστοιχεί στο μεσοζωικό. Δευτερογενή στρώματα, που σχηματίστηκαν κατά το δευτερογενή αιώνα.
δευτερογενώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. δευτερογενής `που δημιουργήθηκε αργότερα΄ σημδ. γαλλ. secondaire· λόγ. δευτερογεν(ής) -ώς]
- δευτερογιαγέρνω.
-
- Επιστρέφω για δεύτερη φορά:
- καθένας τως εβιάζουντο να δευτερογιαγείρει (Ερωτόκρ. Β´ 1618).
[<επίρρ. δεύτερον + γιαγέρνω]
- Επιστρέφω για δεύτερη φορά:
- δευτεροδαγκάνω· δευτεροδακάνω.
-
- Δαγκάνω για δεύτερη φορά:
- ο φθόνος πάλιν το θηριόν να δευτεροδακάσει (Γεωργηλ., Βελ. Λ 213).
[<επίρρ. δεύτερον + δαγκάνω]
- Δαγκάνω για δεύτερη φορά:
- δευτεροδιαλαλώ.
-
- Διακηρύσσω δημόσια για δεύτερη φορά:
- ως εκαλοξημέρωσε, δευτεροδιαλαλούσι, τσι καβαλάρους κράζουσι (Ερωτόκρ. Β´ 111).
[<επίρρ. δεύτερον + διαλαλώ]
- Διακηρύσσω δημόσια για δεύτερη φορά:
- δευτεροετής -ής -ές [δefteroetís] Ε10 : φοιτητής ή σπουδαστής που βρίσκεται στο δεύτερο έτος των σπουδών του. || (ως ουσ.).
[λόγ. δευτερο- + -ετής κατά το διετής]