Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δετός -ή -ό [δetós] Ε1 : που απαιτεί δέσιμο, που για να τον χρησιμοποιήσουμε πρέπει να τον δέσουμε: Δετή ζώνη, που δένεται σε κόμπο. Δετά παπούτσια, με κορδόνια.
[ελνστ. δετός]