Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσπότης ο.
-
- α) (Προκ. για το Θεό) Κύριος:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437)·
- β) προκ. για το Βυζαντινό αυτοκράτορα:
- Τι σοι προσοίσω, δέσποτα …; (Προδρ. I 1)·
- γ) τίτλος αρχόντων, πριγκίπων και βασιλιάδων:
- το παιδίν ονόμασε δεσπότην Αχιλλέα (Αχιλλ. (Haag) L 32)·
- δ) τίτλος του ηγεμόνα του δεσποτάτου:
- με τον δεσπότην Άρτας (Χρον. Μορ. P 3080)·
- ε) επίσκοπος:
- Δεσπότη μου πανιερότατε (Επιστ. ηγουμ. 1741).
[αρχ. ουσ. δεσπότης. Η λ. και σήμ.]
- α) (Προκ. για το Θεό) Κύριος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσπότης 1 ο [δespótis] Ο10 : 1. (ιστ.) αρχηγός δεσποτάτου: ~ της Hπείρου. 2. άρχοντας, ηγεμόνας με απόλυτη κυριαρχία.
[λόγ. < αρχ. δεσπότης `που έχει απόλυτη εξουσία, αφέντης΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσπότης 2 ο πληθ. και δεσποτάδες : α. επίσκοπος ή μητροπολίτης. β. Δεσπότης, προσωνυμία του Xριστού: Ο Kύριος και Δεσπότης ημών Iησούς Xριστός.
[ελνστ. δεσπότης (στη νέα σημ.) < αρχ. δεσπότης `που έχει απόλυτη εξουσία, αφέντης΄]