Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσπόζω [δespózo] Ρ2.1α : 1. για κτ. το οποίο λόγω όγκου ή θέσης, καθώς βρίσκεται συνήθ. σε ένα υψηλότερο σημείο, επιβάλλεται με την παρουσία του: Στην κορυφή του λόφου δεσπόζει ένα βενετσιάνικο κάστρο. Ο Tαΰγετος δεσπόζει στην κοιλάδα του Ευρώτα. Οι ουρανοξύστες που δεσπόζουν στον ουρανό της Nέας Yόρκης. || H ιδιοφυΐα του δέσποσε στη μουσική για έναν αιώνα, κυριάρχησε. Στην καρδιά του δεσπόζει το μίσος, κυριαρχεί. H φωνή του δεσπόζει μέσα στην οχλοβοή. 2. για κτ. το οποίο αποτελεί το πιο ενδιαφέρον ή το πιο σημαντικό στοιχείο ανάμεσα σε πολλά άλλα: Στις συνομιλίες για το Kυπριακό δέσποζε το θέμα των ομήρων.
[λόγ. < αρχ. δεσπόζω `έχω την εξουσία΄ σημδ. γαλλ. dominer]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσπόζω.
-
- 1) Είμαι κύριος, εξουσιάζω:
- (Λίβ. Esc. 2712).
- 2) (Με αιτιατ.) γίνομαι κύριος, αποκτώ:
- εδέσποζές το το βεργίν (Βέλθ. 574).
[αρχ. δεσπόζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Είμαι κύριος, εξουσιάζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσπόζων -ουσα -ον [δespózon] Ε12 : α. που κυριαρχεί και επιβάλλεται: Δεσπόζουσα φυσιογνωμία. β. (ως ουσ.) η δεσπόζουσα, στη μουσική, η πέμπτη βαθμίδα της κλίμακας, η κυριότερη μετά την τονική.
[λόγ.: α: αρχ. δεσπόζων `που έχει την εξουσία΄ σημδ. γαλλ. dominant· β: σημδ. γαλλ. dominante]