Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσποτικός, επίθ.
-
- 1) Που ανήκει ή αναφέρεται στο δεσπότη:
- δεσποτικά αξιώματα (Ιστ. Ηπείρ. XXXII4).
- 2) Που ανήκει ή αναφέρεται στο Χριστό:
- εις τας δεσποτικάς εορτάς (Ιστ. πατρ. 11620· Δούκ. 32314).
- Το ουδ. πληθ. ως ουσ. = αγγαρεία ή υπηρεσία που προσφέρεται στο «δεσπότη», τον άρχοντα:
- να έχουσιν τιμήν δεσποτικά μη κάμουν (Χρον. Μορ. H 3015).
- Το ουδ. ως τοπων.:
- (Λεηλ. Παροικ. 98, 159).
[αρχ. επίθ. δεσποτικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που ανήκει ή αναφέρεται στο δεσπότη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσποτικός 1 -ή -ό [δespotikós] Ε1 : που αναφέρεται στον τρόπο που ασκεί την εξουσία ο δεσπότης 1· τυραννικός, απολυταρχικός: Δεσποτική εξουσία.
δεσποτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. δεσποτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσποτικός 2 -ή -ό : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο δεσπότη 2: ~ θρόνος. Δεσποτική μίτρα / ράβδος. || Δεσποτικές γιορτές / εορτές, που τελούνται προς τιμή του Xριστού. Δεσποτικές εικόνες, οι εικόνες του Xριστού, της Θεοτόκου, του Προδρόμου και του αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός, οι οποίες τοποθετούνται δεξιά και αριστερά της Ωραίας Πύλης. 2. (ως ουσ.) το δεσποτικό: α. ο θρόνος του δεσπότη, που βρίσκεται στο δεξιό μέρος του κυρίως ναού. β. η κατοικία του δεσπότη.
[μσν. δεσποτικός < αρχ. δεσποτικός με αλλ. της σημ. κατά το δεσπότης 2]