Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσποτεία η [δespotía] Ο25 : χαρακτηρισμός πολιτεύματος, όπου ο άρχοντας ασκεί απεριόριστη εξουσία: Φωτισμένη* / πεφωτισμένη ~.
[λόγ. < αρχ. δεσποτεία `απόλυτη εξουσία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσποτεία η.
-
- 1) Εξουσία πάνω σε πρόσωπα:
- Η γυνή αν είχεν δεσποτείαν απάνω εις τον άνδραν της (Συναξ. γυν. 281).
- 2) Ο τόπος εξουσίας άρχοντα, επικράτεια:
- τον Μοριάν αφέντευσε και πάσαν δεσποτείαν (Κορων., Μπούας 6).
- 3) (Νομ.) κυριότητα:
- Περί νομής και δεσποτείας ενός πράγματος (Βακτ. αρχιερ. 171).
- 4) Αρχοντιά, αξιοπρέπεια:
- πού σου η όψις η φαιδρά; πού σου η δεσποτεία; (Θρ. Θεοτ. 68).
- 5)
- α) (Προκ. για φιλοφρόνηση):
- Η δεσποτεία σου εθάρρησεν στο πλήθος του φουσσάτου (Χρον. Μορ. H 4926)·
- β) (αντί του δέσποινα):
- σκόπησε, δεσποτεία μου, το όνειρον (Λίβ. Sc. 398)·
- (σε προσφών. εραστή προς ερωμένη):
- λέγω σε δεσποτεία μου και φως μου σε κηρύττω (Λίβ. Sc. 783).
- α) (Προκ. για φιλοφρόνηση):
[αρχ. ουσ. δεσποτεία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εξουσία πάνω σε πρόσωπα: