Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσποτάτον το· δεσποτάτο.
-
- Το κράτος των δεσποτών της Ηπείρου:
- ήτον αφέντης … της Άρτας και των Γιαννινών κι όλου του δεσποτάτου (Χρον. Μορ. H 1032· Χρον. Τόκκων 45).
[<ουσ. δεσπότης + κατάλ. ‑άτον. Η λ. στο Meursius· βλ. και LBG]
- Το κράτος των δεσποτών της Ηπείρου: