Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσποτάτο το [δespotáto] Ο39 : ονομασία κρατών, συνήθ. υποτελών, που δημιουργήθηκαν στον ελλαδικό χώρο μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας: Tο ~ της Hπείρου. Tο ~ του Mορέως.
[λόγ. < μσν. δεσποτάτον < δεσπότ(ης) 1 -άτον]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσποτάτον το· δεσποτάτο.
-
- Το κράτος των δεσποτών της Ηπείρου:
- ήτον αφέντης … της Άρτας και των Γιαννινών κι όλου του δεσποτάτου (Χρον. Μορ. H 1032· Χρον. Τόκκων 45).
[<ουσ. δεσπότης + κατάλ. ‑άτον. Η λ. στο Meursius· βλ. και LBG]
- Το κράτος των δεσποτών της Ηπείρου:
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσποτάτος (I) ο.
-
- Άνθρωπος υπό την εξουσία του δεσπότη της Ηπείρου, υπήκοος ή αξιωματούχος του δεσποτάτου:
- (Χρον. Μορ. 3731)·
- Τους δεσποτάτους έστειλεν ο δούκας ο αφέντης (Χρον. Τόκκων 1841).
[<ουσ. δεσπότης + κατάλ. ‑άτος. Η λ. στο LBG (λ. δεπ‑) με διαφορ. σημασ.]
- Άνθρωπος υπό την εξουσία του δεσπότη της Ηπείρου, υπήκοος ή αξιωματούχος του δεσποτάτου:
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσποτάτος (II), επίθ.
-
- Που ανήκει σε δεσπότη, σε ηγεμόνα:
- καθίσματα βασιλικά, θρονία δεσποτάτα (Διήγ. παιδ. 917 κριτ. υπ).
[<ουσ. δεσπότης + κατάλ. ‑άτος]
- Που ανήκει σε δεσπότη, σε ηγεμόνα: