Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεσποινάχατ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δεσποινάχατ η.
  • Κυρία, ως τιμητικός τίτλος μιας πριγκίπισσας της οικογένειας των Κομνηνών:
    • ήλθεν η δεσποινάχατ η κυρά Μαρία (Πανάρ. 7227).

[<ουσ. δεσποινάχατουν (πβ. Έκθ. χρον. 6022 κριτ. υπ.) <συμφ. των ουσ. δέσποινα + χατούν (<τουρκ. hatun· βλ. Mor. II 343-4). Για τη λ. βλ. και Mor. II 117.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες