Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεσμωτήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεσμωτήριο το [δezmotírio] Ο42 : γενική ονομασία για κάθε είδους φυλακή, κρατητήριο κτλ.: Ο Aπόστολος Παύλος οδηγήθηκε στο ~.

[λόγ. < αρχ. δεσμωτήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες