Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσμοφύλακας ο [δezmofílakas] Ο5 : υπάλληλος των φυλακών, αυτός που είναι επιφορτισμένος με τη φρούρηση των φυλακισμένων: Ο κατάδικος δραπέτευσε αφού ακινητοποίησε το δεσμοφύλακα.
[λόγ. < ελνστ. δεσμοφύλαξ, αιτ. -ακα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσμοφύλακας ο.
-
- Φύλακας δεσμωτηρίου:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 288r).
[μτγν. ουσ. δεσμοφύλαξ. Η λ. και σήμ.]
- Φύλακας δεσμωτηρίου: