Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσμεύω [δezmévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. αναλαμβάνω την ηθική ή νομική υποχρέωση να κάνω ή να μην κάνω κτ.: Δε λέει ποτέ κάτι που μπορεί να τον δεσμεύσει. Aυτό δε σε δεσμεύει καθόλου, μπορείς να το κάνεις. ~ κπ. με όρκο / συμβόλαιο, τον δένω. Δε θα ήθελα να δεσμευτώ. Έχει δεσμευτεί να
Aποφεύγει να δεσμευτεί. Aισθάνομαι δεσμευμένος να κρατήσω το λόγο μου. || (μππ.) που έχει ερωτικό δεσμό με κπ. ή που έχει δώσει υπόσχεση γάμου: Είναι δεσμευμένος εδώ και τρία χρόνια. 2. ειδικά για περιουσιακά στοιχεία, απαγορεύω τη χρήση τους κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις: Έχει δεσμεύσει τα κεφάλαιά του. Δεσμεύτηκαν οι καταθέσεις. Δεσμευμένος λογαριασμός. Tου δέσμευσαν την περιουσία. Δεσμευμένα εμπορεύματα, στο τελωνείο.
[λόγ. < αρχ. δεσμεύω `φυλακίζω με δεσμά΄ σημδ. γαλλ. lier & αγγλ. bind]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσμεύω.
-
- 1)
- α) Βάζω σε δεσμά, φυλακίζω:
- (Φλώρ. 455)·
- β) (μεταφ., προκ. για τον έρωτα):
- δεσμεύει (ενν. ο έρωτας) και δουλώνει τον (Διγ. Z 185)·
- καρδίας δεσμεύει (ενν. η κόρη) ελεύθερας … (Λίβ. Sc. 1078).
- α) Βάζω σε δεσμά, φυλακίζω:
- 2) (Προκ. για ζώο) δένω:
- (Διήγ. παιδ. 533).
- 3) «Δένω με μάγια»:
- γράμμασι κακομαγικοίς … εδέσμευσεν (Καλλίμ. 1208).
- 4) Κρατώ ακίνητο κάπ.:
- οι πόδες εδεσμεύθησαν οι τας οδούς κρατούντες (Διγ. Z 4256).
[αρχ. δεσμεύω. Η λ. και σήμ.]
- 1)