Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσμά τα [δezmá] Ο38 : οτιδήποτε περιορίζει την ελευθερία κάποιου. α. φυλάκιση, κάθειρξη: Kαταδικάστηκε σε ισόβια ~. || Tα ~ της δουλείας, ο ζυγόςIIIβ. Οι σκλάβοι σπάζουν τα ~ τους. β. (μτφ.) περιορισμός των δραστηριοτήτων: Tα ~ του γάμου, ο γάμος.
[λόγ. < αρχ. δεσμά]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεσμά τα,
- βλ. δεσμός.