Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δερματολογικός -ή -ό [δermatolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δερματολογία.
δερματολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. dermato logique < dermatolog(ie) = δερματολογ(ία) -ique = -ικός]