Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δερματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δερματικός -ή -ό [δermatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο δέρμα του ανθρώπου: Δερματικά νοσήματα. Δερματικές παθήσεις.

[λόγ. < αρχ. δερματικός `από δέρμα΄ σημδ. γαλλ. de la peau]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες