Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δερμάτινος, επίθ.
-
- Δερμάτινος·
- (προκ. για το ανθρώπινο δέρμα, μεταφ.):
- χιτώνας δερματίνους (Νεόφ. Έγκλ. Β´ 9).
- (προκ. για το ανθρώπινο δέρμα, μεταφ.):
[αρχ. επίθ. δερμάτινος. Η λ. και σήμ.]
- Δερμάτινος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δερμάτινος -η -ο [δermátinos] Ε5 : που είναι φτιαγμένος από δέρμα ζώου: Δερμάτινα είδη. Δερμάτινη ζώνη / τσάντα. Δερμάτινο σακάκι / παντελόνι. Δερμάτινα γάντια. || (ως ουσ.) το δερμάτινο, επανωφόρι φτιαγμένο από δέρμα.
[λόγ. < αρχ. δερμάτινος]