Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δερβίσης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δερβίσης ο [δervísis] & ντερβίσης ο [dervísis] Ο11 : 1. ονομασία μουσουλμάνου μοναχού που ζει σε ειδικά ασκητικά κέντρα, τους τεκέδες. 2. (λαϊκ.) ο λεβέντης, συνήθ. ως προσφώνηση.

[ντερ-: τουρκ. derviş `φτωχός, αφοσιωμένος στο Θεό΄ -ης < περσ. darvēsh `ζητιάνος΄· δερ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες