Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεξιόστροφος -η -ο [δeksióstrofos] Ε5 : ANT αριστερόστροφος. 1. που περιστρέφεται προς τα δεξιά: Δεξιόστροφη βίδα. ~ μηχανισμός / κοχλίας. 2. που στρέφεται προς δεξιές πολιτικές θέσεις: Δεξιόστροφη πολιτική.
[λόγ. δεξι(ός) -ο- + στροφ(ή) -ος]