Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεξιοτέχνης ο [δeksiotéxnis] Ο10 θηλ. δεξιοτέχνισσα [δeksiotéxnisa] Ο27 : μουσικός εκτελεστής προικισμένος με εξαιρετική επιδεξιότητα, αυτός που κατέχει άριστα την τεχνική ενός μουσικού οργάνου, βιρτουόζος: ~ του πιάνου / της κιθάρας. || (επέκτ.) αυτός που κατέχει άριστα την τεχνική που απαιτεί το επάγγελμα ή η δραστηριότητά του, καλλιτεχνική ή άλλη: ~ του χρωστήρα / της πένας. ~ της μπάλας. Είναι έργο μεγάλου δεξιοτέχνη. || (ως επίθ.): ~ οδηγός.
[λόγ. δεξι(ός) -ο- + τέχν(η) -ης κατά τη σημ. της λ. δεξιότητα· λόγ. δεξιοτέχν(ης) -ισσα]