Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δενδρώδης, επίθ.
-
- Που είναι γεμάτος δέντρα, δασώδης:
- (Δούκ. 4335).
[<αρχ. επίθ. δενδρώδης. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Που είναι γεμάτος δέντρα, δασώδης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δενδρώδης -ης -ες [δenδróδis] Ε11 : (για φυτό) που μοιάζει με δέντρο: Δενδρώδεις θάμνοι.
[λόγ. < αρχ. δενδρώδης]