Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δενδροκομία η [δenδrokomía] Ο25 : κλάδος της βοτανικής που ασχολείται με την καλλιέργεια των δέντρων.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -κομία μτφρδ. γαλλ. arboriculture]