Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δενδροκαλλιέργεια η [δenδrokaliérjia] Ο27 : συστηματική καλλιέργεια κυρίως οπωροφόρων δέντρων.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. arboriculture]