Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεμάτι το [δemáti] Ο44 : μεγάλη δέσμη συνήθ. από κλαδιά, άχυρα κτλ.: ~ από στάχυα / σανό / ξερόκλαδα. Tα χερόβολα γίνονταν δεμάτια και τα δεμάτια θημωνιές. Kουβαλούσε στη ράχη του ένα ~ ξύλα.
[μσν. δεμάτιν < ελνστ. δεμάτιον υποκορ. του αρχ. δέμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεμάτι το,
- βλ. δεμάτιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- δεματιά η.
-
- Δέμα, δεμάτι·
- (μεταφ.):
- όλα τα πάθη κάνει μια δεματιά και ρίχτει τα κι εις λησμονιά τα βάνει (Ροδολ. Β´ 512).
- (μεταφ.):
[<ουσ. δεμάτι + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]
- Δέμα, δεμάτι·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεματιάζω [δematxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω δεμάτια, δένω σε δεμάτια: ~ ξύλα / χόρτα / δέρματα.
[μσν. δεματιάζω < δεμάτ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεματιάζω.
-
- Δένω, κάνω δέματα:
- δεματιάζομε δεμάτια μεσοθιό το χωράφι (Πεντ. Γέν. XXXVII 7).
[<ουσ. δεμάτι + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Δένω, κάνω δέματα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεμάτιασμα το [δemátxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δεματιάζω.
[δεματιασ- (δεματιάζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεματικό(ν) το.
-
- Αυτό με το οποίο δένομε κ., δεσμά:
- Λύσε του τα δεματικά, λύτρωσε το κοπέλι (Θυσ. 949).
[ουδ. επίθ. δεματικόν (σχοινίον, Γλωσσάρ., Du Cange, λ. δεμάτι) <ουσ. δέμα + κατάλ. ‑ικό(ν), ως ουσ. Η λ. στο Βλάχ. (‑όν) και σήμ. ιδιωμ. (‑ό)]
- Αυτό με το οποίο δένομε κ., δεσμά:
[Λεξικό Κριαρά]
- δεμάτιον το· δεμάτι· δεμάτιν.
-
- Δεμάτι:
- επήγαν εις το αλώνιν και επήραν δεματία σιταρένα (Μαχ. 65827).
[μτγν. ουσ. δεμάτιον. Ο τ. ‑ι στο Du Cange και σήμ.]
- Δεμάτι: