Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δελφινάριο το [δelfinário] Ο41 : κτίριο ή χώρος διαμορφωμένος κατάλληλα για την παρουσίαση στο κοινό ενός προγράμματος με εκπαιδευμένα δελφίνια, τα οποία εκτελούν διάφορα νούμερα μέσα σε μεγάλες δεξαμενές.
[λόγ. < γερμ. Delphinarium < Delphin < ελνστ. δελφίν `δελφίνι΄ + (Aqu)arium `ενυδρείο΄ παρετυμ. -άριο(ν) (διαφ. το ελνστ. δελφινάριον `μικρό δελφίνι΄)]